- ορνιθοτροφία
- ηδιατροφή και παραγωγή πουλερικών: Τα τελευταία χρόνια η ορνιθοτροφία αναπτύχθηκε πολύ στην Ελλάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ὀρνιθοτροφία — ὀρνῑθοτροφίᾱ , ὀρνιθοτροφία keeping of birds fem nom/voc/acc dual ὀρνῑθοτροφίᾱ , ὀρνιθοτροφία keeping of birds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθοτροφία — η (Α ὀρνιθοτροφία) [ορνιθοτρόφος] εκτροφή και αναπαραγωγή ορνίθων και άλλων κατοικίδιων πτηνών νεοελλ. 1. κλάδος τής ζωοτεχνίας ο οποιος έχει ως αντικείμενο την επιστημονική εκτροφή τών ορνίθων και άλλων πουλερικών με σκοπό την οικονομική… … Dictionary of Greek
ὀρνιθοτροφίας — ὀρνῑθοτροφίᾱς , ὀρνιθοτροφία keeping of birds fem acc pl ὀρνῑθοτροφίᾱς , ὀρνιθοτροφία keeping of birds fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθοτροφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορνιθοτροφία, πτηνοτροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
επωαστικός θάλαμος — Συσκευή που χρησιμοποιείται στην ορνιθοτροφία για την τεχνητή επώαση των αβγών. Αποτελείται από ένα ξύλινο κιβώτιο ή από άλλο δυσθερμαγωγό υλικό, από μια θερμαντική συσκευή (νερού, αέρα ή ηλεκτρική), από μια σειρά αγωγών για τη διανομή της… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιλ-ε-Βιλέν — (Ille et Vilaine). Νομός (6.775 τ. χλμ., 867.533 κάτ. το 1999) της βορειοδυτικής Γαλλίας, στην περιφέρεια της Βρετάνης, με πρωτεύουσα τη Ρεν (Rennes). Πήρε την ονομασία του από τους δύο κυριότερους ποταμούς που τον διασχίζουν, τον Βιλέν και τον… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek